- ἐπιθάλπων
- ἐπί-θάλπωheatpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθάλπω — ἐπιθάλπω (AM) θερμαίνω από πάνω (α. «ἥλιος ἐπιθάλπων γαῖαν» β. «ἐὰν μὴ ἡ τεκοῦσα ἐπιθάλψῃ αὐτά [τά ᾠά]») αρχ. ενθαρύνω, παρηγορώ κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θάλπω «ζεσταίνω»] … Dictionary of Greek